περίρροια

περίρροια
ἡ, Α
1. η περιρροή*, η ροή από ολόγυρα
2. διάρροια, υδαρής αποπάτηση κατά τη δυσεντερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. κατά-ρροια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίρροια — fluid discharge fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίρροιαι — περίρροια fluid discharge fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίρροιαν — περίρροια fluid discharge fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίρρους — ουν, και οος, οον, Α [περιρρέω] 1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος 2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίρρους α) η περιρροή* β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”